- τριολύμπιος
- -ον, Ααυτός που νίκησε τρεις φορές στα Ολύμπια.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + Ὀλύμπια «αθλητικοί αγώνες προς τιμήν τού Ολυμπίου Διός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριολύμπιον — τριολύμπιος consisting of three Olympian goddesses masc/fem acc sg τριολύμπιος consisting of three Olympian goddesses neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)